ἐπιδημῶ

ἐπιδημῶ
ἐπιδημέω
to be at home
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐπιδημέω
to be at home
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐπιδημέω
to be at home
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐπιδημέω
to be at home
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιδημώ — (AM ἐπιδημῶ, έω) [επίδημος] 1. μένω στην πατρίδα μου ή στον τόπο κατοικίας μου 2. διαμένω προσωρινά σε έναν τόπο 3. (για τον Χριστό) έρχομαι στη Γη και μένω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ») 4. (για νόσο) παρουσιάζομαι και… …   Dictionary of Greek

  • επιδημώ — επιδήμησα, αμτβ. (για αρρώστιες), εμφανίζομαι σε κάποιο τόπο και εξαπλώνομαι πολύ (πρβλ. επιδημία) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιδήμησις — ἐπιδήμησις, ἡ (Α) [επιδημώ] προσωρινή παραμονή ξένου σε έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • επιδημία — η (AM ἐπιδημία) [επιδημώ] 1. παθολογική κατάσταση, συνήθως λοιμώδης, μεταδοτική νόσος που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων τής ίδιας περιοχής 2. συχνή και εκτεταμένη εμφάνιση δυσάρεστων γεγονότων («επιδημία ληστειών») 3. παραμονή στον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • επιδημητικός — ή, ό (AM ἐπιδημητικός, ή, όν) [επιδημώ] (για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό …   Dictionary of Greek

  • προεπιδημώ — έω, Α [ἐπιδημῶ] ξαναγυρίζω προηγουμένως στην πατρίδα …   Dictionary of Greek

  • προσεπιδημώ — έω, Α [ἐπιδημῶ] έρχομαι και διαμένω σε έναν τόπο ως ξένος, ως παρεπίδημος …   Dictionary of Greek

  • συνεπιδημώ — έω, ΜΑ [ἐπιδημῶ] μένω, παραμένω αρχ. μεταβαίνω για διαμονή σε έναν τόπο μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”