επιδημώ — (AM ἐπιδημῶ, έω) [επίδημος] 1. μένω στην πατρίδα μου ή στον τόπο κατοικίας μου 2. διαμένω προσωρινά σε έναν τόπο 3. (για τον Χριστό) έρχομαι στη Γη και μένω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ») 4. (για νόσο) παρουσιάζομαι και… … Dictionary of Greek
επιδημώ — επιδήμησα, αμτβ. (για αρρώστιες), εμφανίζομαι σε κάποιο τόπο και εξαπλώνομαι πολύ (πρβλ. επιδημία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδήμησις — ἐπιδήμησις, ἡ (Α) [επιδημώ] προσωρινή παραμονή ξένου σε έναν τόπο … Dictionary of Greek
επιδημία — η (AM ἐπιδημία) [επιδημώ] 1. παθολογική κατάσταση, συνήθως λοιμώδης, μεταδοτική νόσος που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων τής ίδιας περιοχής 2. συχνή και εκτεταμένη εμφάνιση δυσάρεστων γεγονότων («επιδημία ληστειών») 3. παραμονή στον τόπο… … Dictionary of Greek
επιδημητικός — ή, ό (AM ἐπιδημητικός, ή, όν) [επιδημώ] (για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό … Dictionary of Greek
προεπιδημώ — έω, Α [ἐπιδημῶ] ξαναγυρίζω προηγουμένως στην πατρίδα … Dictionary of Greek
προσεπιδημώ — έω, Α [ἐπιδημῶ] έρχομαι και διαμένω σε έναν τόπο ως ξένος, ως παρεπίδημος … Dictionary of Greek
συνεπιδημώ — έω, ΜΑ [ἐπιδημῶ] μένω, παραμένω αρχ. μεταβαίνω για διαμονή σε έναν τόπο μαζί με άλλον … Dictionary of Greek